χωρονομικός

χωρονομικός
-ή, -ό / χωρονομικός, -ή, -όν, ΝΑ [χωρονομῶ]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανομή τών γαιών μιας χώρας
αρχ.
φρ. «χωρονομικὸς νόμος» — ο κληρουχικός νόμος (Διον. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωρονομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωρονομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρονομικόν — χωρονομικός of masc acc sg χωρονομικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”